Είχα να σε δω πολύ καιρό.
Υπάρχουν πολλοί γεροι κοτσονάτοι, εσύ δεν είσαι πια ενας απ αυτούς.
Ποτέ δεν ένιωσα κατι για σένα, παρ οτι είσαι μέλος της οικογενείας μας, χτες
που σε είδα συγκινήθηκα.
Τελικά και οι κακοί γερνανε σκέφτηκα!
Αδύναμος , σχεδόν διάφανος δεν μπορούσες να πάρεις τα πόδια σου.
Σε έπιασα από τον ώμο, να σε βοηθησω,μου είπες κατι άσχετο...
Ο γιος σου μου ψιθύρισε κατι , και ξέσπασε σε λυγμούς.
Και εγώ με τους λυγμούς δε το εχω καθόλου και κλαίω και άσχημα.
Ίσως ειναι από κοινες τις μέρες που οι άνθρωποι φεύγουν μυστικά και ήσυχα
και οι γύρω τους προετοιμάζονται γι αυτο, σκέφτηκα.
Και μισώ τις κηδείες ξανασκέφτηκα
κοιταξα την μανα μου, εισαι ελαχιστα μεγαλυτερος απο αυτην...
Πρέπει να είμαι έτοιμος και εγώ ε?
Κάνεις δεν ειναι έτοιμος για κανένα θάνατο δικού του ανθρώπου.
Έζησες μια ζωή γεμάτη, έκτισες σπίτια, παντρεύτηκες ξαναπαντρευτηκες,εκανες λεφτά,
και ήρθε η ώρα..
Αυτή η εικόνα ενός αδυνάμου ηλικιωμένου, αυτή η φοβία μου η αξεπέραστη, της απόλυτης
ανημποριάς, της μοναξιάς...
Πήρα τη μηχανή να γυρίσω, στο δρόμο μου, Κυριακή απόγευμα
Ψιλοβρεχε αυτην την σπαστικη βροχη
Πηγαινα αργα..
Ενα αμάξι στολισμένο
με λουλουδια, μου κορναρε ασταματητα και επιμονα
Για ενα δευτερολεπτο νομισα οτι ηταν αμαξι κηδειας ετσι γυαλιστερο και μαυρο..
Εχω ξεφυγει ε?