θυμαμαι την μερα που εφυγε ο μανος χατζιδακης
ηταν μια ζεστη μερα του ιουνη,
την θυμαμαι σαν να ταν χτες...
μια φορά κι έναν καιρο, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα
συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα
συναισθήματα.Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι
επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε
πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να
βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με
μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και
δεν υπάρχει χώρος για σένα». Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την
Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε
παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα
και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν
πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.«Λύπη άφησέ με να
έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η
Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά
ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας
πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια
ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος
έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη
βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η
Γνώση. «Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε η Χρόνος;» Τότε η Γνώση
χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο
μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
Μάνος Χατζιδάκης
συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα
συναισθήματα.Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι
επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε
πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να
βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με
μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και
δεν υπάρχει χώρος για σένα». Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την
Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε
παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα
και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. Η Λύπη ήταν
πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.«Λύπη άφησέ με να
έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η
Λύπη. Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά
ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας
πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια
ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος
έφυγε και πήγε στο δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη
βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η
Γνώση. «Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε η Χρόνος;» Τότε η Γνώση
χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο
μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».
Μάνος Χατζιδάκης