κέφι < τουρκική keyif < αραβική kayf كيف
κέφι ουδέτερο
[]Εκφράσεις
- κάνω κέφι: ευθυμώ, διασκεδάζω
- κάνω κέφι κάτι: επιθυμώ κάτι, θα με ευχαριστούσε να το έχω
Χειμώνιασε αδέρφια, εμείς τα ελληνάκια ας μην χάσουμε το κέφι μας ε?
Εγώ σε πείσμα των καιρών και των υστερικών αναλήψεων των Ελλήνων από τις τράπεζες
τούτη τη βδομάδα,
έκανα το κέφι μου, βγήκα έξω στην αγορά και έγινα η χαρα του Έλληνα καταστηματάρχη
ψώνισα ,ότι έκανα κέφι,
και μάλιστα σκέφθηκα το πιο απλό, αφού μου ήρθε το χαράτσι και θα ρθουν κι αλλα και μου τα παίρνουν άδικα γιατί να μην τα φάω από μονος μου.
και μάλιστα σκέφθηκα το πιο απλό, αφού μου ήρθε το χαράτσι και θα ρθουν κι αλλα και μου τα παίρνουν άδικα γιατί να μην τα φάω από μονος μου.
Κανονικό σοπινκ-θεραπι ντε!
χουχουλιάσε τώρα μεσα στο ζεστό σπιτάκι σου , απόλαυσε την υπεροχη χειμωνιάτικη εικόνα κει έξω
και καλη βδομάδα