αγαπημένε μου καναπέ τριθέσιε μου λειψες κιόλας.
εσύ που τα ξέρεις όλα.
που την έχω βγάλει ξάπλα και στα καλά και στα κακά, με την τιβι απέναντι συνεχώς
δίχως ήχο και το ράδιο να παίζει, και το λαπ τοπ μπροστά, το μικρό,
και ο ήχος
της πόλης, το σκουπιδιάρικο τα βράδια, τα ρολά να φωνάζουν όταν κλείνουν, οι κόρνες των αμαξιων,οι
κυρίες στο διπλανό διαμέρισμα και η χοντρή στο ισόγειο που ανοίγει λογαριασμούς
των άλλων, έτσι από βίτσιο
δεκατρία χρόνια σπίτι, ήσουν το πρώτο έπιπλο που μπήκες, δεν είχα τίποτα
είχα σπίτι και καναπέ και μια τηλεόραση μικρή σονυ,
πως πέρασαν 13 χρόνια ρε παιδια? έλεος δηλαδή εγώ πίστευα θα τον κάνα οχτώ εννέα
, και σχεδιαζα να σε πουλησω να παω αλλου αλλα ηρθες η κριση και αφησα τα μιση ( μετην πολυκατοικια που ειχα βαρεθει)
Άσχετο άρχισα να μέτραω μέρες να γυρίσω back to town αλλά δεν είναι
καλό αυτό λες ε,,,
εκατό μέρες μοναξιάς χοντρικά
τι ? το χει γράψει άλλος?
α ρε χρόνε Α λητη,,,
τι κι αυτό το γράψε άλλος αμάν!? δηλαδή
τι ζωή κι αυτή
σα φαντάρος σε μια θητεία δίχως τελειωμό , σε μια θητεία που επαναλαμβάνεται....
είμαστε οι επιλογές μας η όπως θα λέγε και η κολλητή μου έχουμε τον παράδεισο
που μας αξίζει.
ε κάπως έτσι...πως περνά ο χρόνος? πως κάποιες φόρες παίρνει σα νερό και δε κατάλαβες
τίποτα και κάποιες μέρες δε κυλά, ένα διαρκές pause...