Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

απολαμβάνω

απολαμβάνω, παρατ.: απολάμβανα, στιγμ. μέλλ.: θα απολαύσω, αόρ.: απόλαυσα
  1. αντλώ ιδιαίτερη ευχαρίστηση - απόλαυση από κάτι
    απολαμβάνω τον καφέ μου / την ανοιξιάτικη λιακάδα / τη ζωή μου
    πηγη Wikiλεξικο.

    χειμωνιάζει.
    το βλέπεις 
    το νιώθεις
    στα συννεφα και στις ψιχάλες
    στο  ζεστό καπουτσίνο
     στο χέρι του βιαστικού περαστικού το πρωί

    κι εσύ οφείλεις να κάνεις ένα δώρο στον εαυτό σου
    να μάθεις να απολαμβάνεις χωρίς ένοχη
    γιατί το αξίζεις ρε φιλέ...

    να το μάθεις καλά
    να χαραχτεί στο δέρμα σα tatoo
    για να στο θυμίζει.. 
    καθε λεπτό

    απολαμβάνω μια βόλτα
    με θέα τα πιο όμορφα συννεφα του κόσμου



    το ζεστό δέρμα
    τη φροντίδα
    τη τρυφεράδα που εκπέμπει το βλέμμα
    τα αεροπλάνα  και τα ταξίδια
    τις σιωπές και τις λέξεις
    και που ξέρεις
    μπορεί 
    τα σπασμενα κομματια γυαλιά
    να γινουν καρδια αγαπη και ...μηλοπιτα





















    καλό καινούργιο χειμώνα να χουμε
    κι ο χειμώνας δεν ειναι πάντα κρύος και ατέλειωτος
    ειναι και ζεστός
    σαν ένα φιλί παθιασμένο στο τραίνο μέσα έτσι ξαφνικά